καλύβα

καλύβα
Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή μοναχική κατοικία, που μαζί με άλλες συγκροτούν τη σκήτη των γεωργών ή των βοσκών. Ποιμενικές καλύβες στην Ήπειρο. Χαρακτηριστικός τύπος καλύβας στις ελβετικές Άλπεις.
* * *
και καλύβη, η (AM καλύβη)
μονώροφος οικίσκος από ένα δωμάτιο, χωρίς ξύλινο πάτωμα, ο οποίος στεγάζεται με χόρτα και κλαδιά
νεοελλ.
1. εξοχικό παράπηγμα από κλαδιά, χόρτα ή καλάμια, σανίδες κ.ά. πρόχειρα υλικά
2. (στο Άγιο Όρος) καθεμιά από τις μικρές κατοικίες τών μοναχών οι οποίες συναποτελούν τη σκήτη
αρχ.
1. (μτγν., ποιητ.) νυφικός θάλαμος, παστάδα
2. πάπ. κουνουπιέρα
3. προκάλυμμα, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύπτω, με ηχηρό -β- στη θέση τού άηχου -π-. Ο νεοελλ. τ. καλύβα ερμηνεύεται ως μεγεθυντικό τού υποκορ. καλύβιον, αναλογικά προς άλλα συγκεκριμένα παροξύτονα θηλ. σε -α, όπως σκάλα < σκαλί(ον), σούβλα < σουβλί(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλύβα — καλύβα, η και καλύβι, το μικρός αγροτικός οικίσκος με ένα δωμάτιο: Πολλοί κτηνοτρόφοι φτιάχνουν και από μια καλύβα στις πλαγιές των βουνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλύβᾳ — Καλύβᾱͅ , Καλύβη hut fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύβᾳ — καλύβαι , καλύβη hut fem nom/voc pl καλύβᾱͅ , καλύβη hut fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυβώνω — [καλύβα] 1. φτειάχνω την καλύβα κάποιου, στεγάζω κάποιον 2. κατασκευάζω στέγη σαν καλύβα …   Dictionary of Greek

  • Καλύβας — Καλύβᾱς , Καλύβη hut fem acc pl Καλύβᾱς , Καλύβη hut fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύβας — καλύβᾱς , καλύβη hut fem acc pl καλύβᾱς , καλύβη hut fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλύβαι — Καλύβᾱͅ , Καλύβη hut fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλύβαν — Καλύβᾱν , Καλύβη hut fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύβαν — καλύβᾱν , καλύβη hut fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”